Παλαιστίνης, εταιρεία

Παλαιστίνης, εταιρεία
Εταιρεία που ιδρύθηκε το 1882 στην Πετρούπολη από τον θείο του τελευταίου τσάρου Νικολάου B», μεγάλου δούκα Σεργίου. Σκοπός της Π.Ε., που το πλήρες όνομά της ήταν Αυτοκρατορική Ορθόδοξη Εταιρεία της Παλαιστίνης, ήταν: 1. Η υποστήριξη της Ορθοδοξίας στην Παλαιστίνη και η καταπολέμηση της προπαγάνδας των καθολικών και των προτεσταντών. 2. Η διευκόλυνση Ρώσων προσκυνητών. 3. Η έκδοση βιβλίων στα ρωσικά για να γνωρίσει ο ρωσικός λαός το παρελθόν και το παρόν της Παλαιστίνης. 4. Η εκτόπιση της ελληνικής επιρροής και ο παραμερισμός της ελληνικής Αγιοταφικής Αδελφότητας. 5. Η προσέλκυση των αραβόφωνων χριστιανών στη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Στην Π.Ε. ήταν μέλη όλοι οι Ρώσοι αριστοκράτες και παραρτήματά της υπήρχαν σε ολόκληρη τη Ρωσία. Η Π.Ε. ίδρυσε στην Παλαιστίνη ξενώνες για τους Ρώσους προσκυνητές και έχτισε ναό, κοντά σε εκείνον της Ανάστασης, αφιερωμένο στη μνήμη του Αλεξάνδρου Νέβσκι, που οι Ρώσοι τον ανακήρυξαν άγιο. Στα υπόγεια του ναού αυτού κατασκευάστηκε ομοίωμα του Γολγοθά. Η Π.Ε. εξάλλου πέτυχε από τις τουρκικές αρχές να ιδρύσει στην Ιερουσαλήμ ρωσικό ταχυδρομείο. Στην Ιερουσαλήμ εγκαταστάθηκε ρωσική εκκλησιαστική αποστολή, με σκοπό τη διεξαγωγή φιλορωσικής προπαγάνδας και την έκδοση βιβλίων. Η αποστολή είχε ως όργανο περιοδικό με τον τίτλο Ανακοινώσεις της Εταιρείας της Παλαιστίνης. Στις εκδόσεις της συγκαταλέγονται η Ιεροσολυμιτική Βιβλιογραφία, πεντάτομος κατάλογος της βιβλιοθήκης του Πανάγιου Τάφου, έργο του Αθ. Παπαδοπούλου - Κεραμέα, τα Ανάλεκτα Ιεροσολυμιτικής Σταχυολογίας του ίδιου και έγγραφα των πατριαρχών Ιεροσολύμων. Στον A» Παγκόσμιο πόλεμο, η εταιρεία ανέκοψε τη δραστηριότητά της και τελικά διαλύθηκε μετά την ανατροπή του τσαρισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιστίνη — Η Π. βρέχεται Δ από τη Μεσόγειο και από τον κόλπο της Άκαμπα (Ερυθρά θάλασσα) στα Ν, και συνορεύει με τον Λίβανο στα Β, τις τεράστιες ερημικές ή ημιερημικές εκτάσεις της Συρίας στα Α, το Σινά στα ΝΔ. Μορφολογικά μπορεί να διαιρεθεί σε 3 λωρίδες,… …   Dictionary of Greek

  • Αγάπιος — I Όνομα λογίων και φιλοσόφων. 1. Αιρετικός, μαθητής του Μάνητα (3ος αι. μ.Χ.). Σύμφωνα με τον Φώτιο, έγραψε δύο έργα όπου εξέθετε μανιχαϊκές δοξασίες. 2. O Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.). Γιατρός και λόγιος από την Αλεξάνδρεια. Δίδαξε ιατρική στην… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… …   Dictionary of Greek

  • γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

  • βιβλιοθήκη — Δημόσια ή ιδιωτική συλλογή βιβλίων ή χειρογράφων, οργανωμένη με σκοπό τη διατήρησή τους ή τη διευκόλυνση των αναγνωστών να τα συμβουλεύονται και να τα μελετούν. Ο όρος σημαίνει επίσης και τον τόπο όπου φυλάσσονται τα βιβλία, αλλά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”